συνήμων

συνήμων
συνήμων
united
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνήμων — ον, Α 1. ενωμένος, συνδεδεμένος με κάποιον ή με κάτι 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ συνήμονες οι οικείοι ή οι σύντροφοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συνη τού συνίημι (πρβλ. αόρ. σύνηκα) + επίθημα μων (πρβλ. νοή μων)] …   Dictionary of Greek

  • συνήμονας — συνήμων united masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνημοσύνη — ἡ, Α [συνήμων, όνος] 1. επίσημη συμφωνία, συνθήκη 2. οικειότητα 3. συγγένεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”